- ποδάρκης
- -ες και ποδαρκής, -ές Α1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» — αγώνας δρόμου ταχύτηταςβ) «ποδαρκέων... δρόμων τέμενος» — ο ιερός στίβος τού σταδίουγ) «ποδαρκὴς ἁμέρα» — η μέρα τών αγώνων δρόμου ταχύτητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -αρκής/ -άρκης (< ἀρκῶ), πρβλ. επ-αρκής, αυτ-άρκης].
Dictionary of Greek. 2013.